εκπολιτιστικός

εκπολιτιστικός
η , ό[ν]
1) цивилизованный; 2) культурный, просветительский;

εκπολιτιστικόςή δουλειά — или εκπολιτιστικόςά έργα — культурная работа;

εκπολιτιστικόςή δράση — просветительская деятельность;

εκπολιτιστικόςό επίπεδο — культурный уровень


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκπολιτιστικός" в других словарях:

  • εκπολιτιστικός — ή, ό αυτός που συμβάλλει στον εκπολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • εκπολιτιστικός — ή, ό επίρρ. ά που συντελεί στον εκπολιτισμό: Εκπολιτιστικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Loutrochori — Λουτροχώρι …   Deutsch Wikipedia

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • εξημερωτικός — ή, ό που μπορεί να εξημερώνει, κατευναστικός, εκπολιτιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»